υδροδότηση

υδροδότηση
l'abastament d'aigua

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδροδότηση — η, Ν [υδροδοτώ] παροχή νερού …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • πυροσβεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πυροσβέστες 2. φρ. α) «πυροσβεστική τεχνολογία» χαρακτηρισμός τού συνόλου τών τεχνικών μέσων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη, την ανίχνευση και την καταστολή πυρκαγιών β)… …   Dictionary of Greek

  • Μόρνος — Ποταμός (70 χλμ.) της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας. Πηγάζει από τις νότιες πλαγιές της Οίτης και κατεβαίνοντας αρχικά προς τα Ν αποχετεύει τη μεταξύ Βαρδουσίων, Οίτης, Γκιώνας και Λιδωρικιού λεκάνη· κοντά στο στενό του Λιδωρικιού στρέφει προς τα Δ… …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — η μεγάλο κοίλωμα του εδάφους που περιέχει γλυκό νερό: Πολλές τεχνητές λίμνες κατασκευάστηκαν για την υδροδότηση μεγάλων πόλεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”